ξεμουχλιάζω

ξεμουχλιάζω
ξεμούχλιασα, ξεμουχλιάστηκα, ξεμουχλιασμένος
1. μτβ., αφαιρώ τη μούχλα από κάπου ή από κάτι.
2. αμτβ., απαλλάσσομαι από τη μούχλα.
3. μτφ., αναζωογονούμαι: Βγες λίγο έξω να ξεμουχλιάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεμουχλιάζω — ξεμουχλιάζω, ξεμούχλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμουχλιάζω — 1. καθαρίζω αντικείμενο από τη μούχλα, αφαιρώ τη μούχλα από κάτι ή από κάπου 2. απαλλάσσομαι από τη μούχλα 3. μτφ. (για πρόσ.) ανακτώ τη χαμένη μου ζωντάνια, αποδιώχνω τη χαύνωση, αναζωογονούμαι («είπα να βγω λίγο έξω να ξεμουχλιάσω») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”