- ξεμουχλιάζω
- ξεμούχλιασα, ξεμουχλιάστηκα, ξεμουχλιασμένος1. μτβ., αφαιρώ τη μούχλα από κάπου ή από κάτι.2. αμτβ., απαλλάσσομαι από τη μούχλα.3. μτφ., αναζωογονούμαι: Βγες λίγο έξω να ξεμουχλιάσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.